- καίριος
- -α, -ο (AM καίριος, -ία, -ον) [καιρός]1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση»)2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν)μέρος ή όργανο τού σώματος που είναι περισσότερο ευαίσθητο και τού οποίου ο τραυματισμός μπορεί να αποβεί θανατηφόροςνεοελλ.1. αυτός που έχει θεμελιώδη σημασία, βασικός, κρίσιμος, σημαντικός, κεφαλαιώδης, αποφασιστικός («τα καίρια προβλήματα τής εποχής μας»)2. φρ. «μέ έθιξε στα καίρια» ή «μέ προσέβαλε στα καίρια» — μέ προσέβαλε με τρόπο που τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την αξιοπρέπεια και τη φιλοτιμία μουμσν.το ουδ. ως ουσ. το καίριονη κατάλληλη στιγμήαρχ.1. αυτός που δεν διαρκεί παρά μικρό μόνο χρονικό διάστημα, εφήμερος2. το αρχικό μέρος ενός πράγματος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καίριαi) επίκαιρες περιστάσεις, ευκαιρίεςii) ξαφνικές δυσκολίες, ανάγκες4. φρ. «πρὸς τὸ καίριον» — στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρα.επίρρ...καιρίως και καίρια (AM καιρίως)1. την κατάλληλη στιγμή, επίκαιρα2. θανάσιμα, θανατηφόρα.
Dictionary of Greek. 2013.